Δεν είχε πια καμιά ελπίδα. Του το είχε πει την τελευταία φορά που αναστάτωσαν τη γειτονιά. “Άλλη ευκαιρία δε σου δίνω. Να πεθάνω την ίδια στιγμή, άλλη ευκαιρία δε σου δίνω.” Πρώτη φορά ακούστηκε έτσι. Πάνε εφτά χρόνια που ζούμε την ίδια κατάσταση στη γειτονιά, πρώτη φορά την άκουσα έτσι. Συνήθως δε μιλάει καθόλου. Ντρέπεται νομίζω. Ντρέπεται τόσο πολύ που πείθει τον εαυτό της ότι δεν τους άκουσε κανείς.
Την επόμενη κιόλας μέρα πάει στη δουλειά της χαρούμενη και με ψηλά το κεφάλι.
– Καλημέρα, κυρά Θοδώρα, πώς είμαστε; την ακούω κάπου κάπου να λέει και πριν απαντήσει η κυρά Θοδώρα μαρσάρει το αμάξι και φεύγει. Μια μέρα η γιαγιά της είπε: “Εγώ και να μην είμαι καλά κορίτσι μου δεν πειράζει, τα ‘φαγα εγώ τα ψωμιά μου. Εσύ, όμως, είσαι νέο παιδί και όμορφο…” Μιλούσε η κυρά Θοδώρα και η Ναταλία ανοιγόκλεινε τις πόρτες από τ’ αμάξι.
“Θα χτυπήσει το κουδούνι, κυρά Θοδώρα, και θα λείπει η δασκάλα” πάτησε την κόρνα κι έφυγε με χαμόγελο. Τη φαντάζομαι να το ξέχασε για ώρα στο στόμα και να έφτασε μ’ αυτό στο σχολείο. Ήταν όντως όμορφη η Ναταλία. Δουλεύω στο σπίτι κι αυτό μου επιτρέπει να τους ξέρω λίγο πολύ όλους στη γειτονιά. Τα πατζούρια της ανοίγουν αφού γυρίσει απ’ το σχολείο. Νομίζεις μένει μόνη της. Δεν είναι κουτσομπολιό, τη Ναταλία την αγαπώ με έναν τρόπο ιδιαίτερο κι ας μην την ξέρω. Με όλους έχει μια καλημέρα στη γειτονιά, μ’ εμένα τίποτα. Δεν είναι παράπονο, ούτε εγώ την έχω πλησιάσει ποτέ. Ο Στράτος, όταν δούλευε, πριν αρχίσουν δηλαδή τα προβλήματα, πάντα με χαιρετούσε τα πρωινά και τα βράδια δηλαδή, όποτε μ’ έβλεπε με χαιρετούσε!
Μια μέρα πέρασε από τη γειτονιά η μαμά της Ναταλίας. Με εκείνη είχαμε κάποιες σχέσεις. Τους είχα βοηθήσει τότε με το σπίτι . Καλή γυναίκα. Όταν περνούσε απ’ το στενό μας συνήθως κοιτούσε στο μπαλκόνι μου, αν είμαι έξω, να με χαιρετήσει.
Αυτή τη φορά κοντοστάθηκε. Την είδα και βγήκα.
– Καλημέρα, πώς είστε;
– Καλά, ν’ ανέβω λίγο; είπε χαμηλόφωνα και κάπως συνωμοτικά.
Για δευτερόλεπτα την κοίταζα, πρώτη φορά συνέβαινε αυτό, έπειτα έτρεξα στο θυροτηλέφωνο. Το σπίτι μου ήταν στο κακό του το χάλι.
– Ελπίζω να μην παρεξηγείς, έτσι είμαστε εμείς οι καλλιτέχνες, της δικαιολογήθηκα.
Έψησα καφέ και τα είπαμε λίγο. Πώς περνάμε τη μέρα μας, τέτοια. Με ρώτησε αν παντρεύτηκα ποτέ κι αν μου λείπει που δεν έχω παιδί.
– Την Ναταλία μου πώς την βλέπεις; είπε σε ανύποπτο χρόνο.
– Στη δουλειά είναι τώρα, απάντησα.
Λες και δεν ήξερε η γυναίκα που είναι το παιδί της.
– Τη βλέπεις γενικά καθόλου; Αυτό εννοώ.
– Τη βλέπω τα πρωινά αλλά δεν τυχαίνει να μιλήσουμε, έχουμε άλλες ώρες.
Δε βρήκα τίποτα άλλο να πω… Φοβήθηκα την ερώτηση που θα ακολουθούσε.
– Μόνο στο σχολείο γίνεται άλλη, να την δεις εκεί τι χαρούμενη που μοιάζει.
– Μα είναι και τόσο όμορφο κορίτσι.
Να δω τι άλλη βλακεία θα έλεγα…
– Είναι πολύ καλή στη δουλειά της η Ναταλία μου.
Κουνούσα το κεφάλι, δεν ξέρω γιατί μου ανοίχτηκε έτσι ξαφνικά. Ίσως έλαβε υπόψη της την ιδιότητα του ψυχολόγου που είχα κάποτε σπουδάσει. Έτσι έμαθα ότι ο Στράτος και η Ναταλία γνωρίστηκαν όταν εκείνη ήταν δεκάξι. Αν ήταν και δεκάξι. Αυτός ήταν είκοσι δύο κι ούτε που το σκεφτόταν να τα φτιάξει με ανήλικο. Με τη Ναταλία, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τα παιδιά αγαπήθηκαν πολύ.
– Ποτέ δεν έβαλα το κακό με το μυαλό μου. Τον Στράτο τον ήξερε η μεγάλη μου η ανιψιά, το καλύτερο παιδί, έλεγε. Μετά βγήκε και η μάνα του γνωστή με μια παιδική μου φίλη. Φτωχή, αλλά πολύ καλή οικογένεια. Τα παιδιά πήγαιναν μαζί εκδρομές, διακοπές… ό,τι ήθελαν. Δεν είμαι εγώ απ’ αυτές τις μανάδες που στερούν απ’ τα παιδιά τους, όχι. Την εμπιστευόμουν τη Ναταλία και τον Στράτο τον εμπιστευόμουν. Πέρασε η Ναταλία μου στην Ακαδημία, έφυγε να σπουδάσει. Μία την έχω, αλλά και πάλι με την ευχή μου την έστειλα. Ο Στράτος σε κάθε ρεπό του εκεί κι εκείνη Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή εδώ. Κι αυτοί ευχαριστημένοι κι εγώ ευχαριστημένη! Στο τρίτο έτος η Ναταλία μου τον χώρισε τον Στράτο. Ξαφνικά, αναίτια. Ήθελε να ζήσει και λίγο ελεύθερη, μου είπε. Τι ελεύθερη δηλαδή που μια μέρα δεν πέρασε να μην αναφέρει το όνομα του. Κι εκείνος από την άλλη όλο εκπλήξεις και δώρα, διεκδικητικός, όπως πάντα. Ένα βράδυ σήκωσε όλη τη γειτονιά στο πόδι. Από τότε το ‘χε…
Της έσφιξα το χέρι κι αμέσως το άφησα. Δεν σταμάτησε την εξιστόρηση.
– Ένα κρητικό τραγούδι έβαλε να παίζει από τα ηχεία του αυτοκινήτου του. Ακουγόταν τόσο δυνατά που ούτε μια λέξη δεν συγκράτησα. Ήταν ένα πολύ ερωτικό τραγούδι απ’ ό,τι μου είπε η Ναταλία, αλλά δε μου το έβαλε ποτέ να το ακούσω. Είναι μισός Κρητικός ο Στράτος. Δεν ήθελε, μη στα πολυλογώ, και πολύ η δικιά μου, ξαναέγιναν και επισήμως ζευγάρι, γιατί ουσιαστικά, όπως σου είπα, δε χώρισαν και ποτέ. Χάρηκα. Και δε χάρηκα μόνο γι’ αυτήν, χάρηκα και γι’ αυτόν. Τον είχα συνηθίσει τόσα χρόνια. Πέρασε ο καιρός και τη Ναταλία μου την πήραν στο ιδιωτικό, που δουλεύει τώρα, ξέρεις. Ο Στράτος δούλευε σε σούπερ μάρκετ, υπεύθυνος παρακαλώ! Αν δεν ήταν αυτός ο διάολος, το ποτό θα έφτανε ψηλά ο Στράτος.
Κατέβασα το κεφάλι… Συνέχισε να μιλάει.
– Τα παιδιά, λοιπόν, αποφάσισαν να μείνουν μαζί. Δεν ξέρω, να σου πω, ποιος το πρότεινε πρώτος στον άλλον. Πάντως δεν είχε να κάνει με το ότι είχαν και η δύο τη δουλειά τους. Ουσιαστικά δηλαδή δεν ήταν αυτό, γιατί η Ναταλία μου ποτέ δεν ήξερε να διαχειρίζεται χρήματα. Την έχουμε καλομαθημένη, μέχρι τώρα στηρίζεται σ’ εμάς. Ένα χρόνο έμειναν στο νοίκι και μετά ο πατέρας της της αγόρασε το σπίτι, θυμάσαι. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκαν, είχες έρθει…
Με τη Ναταλία δεν έχω αλλάξει κουβέντα μέχρι και σήμερα. Με είχαν καλέσει στο γάμο οι γονείς της μάλλον για να βγάλουν την υποχρέωση για τη βοήθεια. Πήγα, αν και τα απέφευγα τέτοια γεγονότα. Ούτε θα το θυμάται η Ναταλία. Έλαμπε πάντως μέσα στο λευκό μακρύ φόρεμά της που έμοιαζε με νυφικό. Έλαμπε, αλλά δεν ήταν πραγματικά χαρούμενη. Το ένιωσα. Να και η ιδιότητα του ψυχολόγου, τρομάρα μου! Ο Στράτος στο γλέντι ήπιε. Ήπιε και ήρθε στο κέφι το παιδί, όχι τίποτα κακό. Έσκισαν τα πουκάμισα τους με τους φίλους του, πήραν το μικρόφωνο και τραγουδούσαν, τέτοια. Νέα παιδιά ήταν. Τα χάρηκα. Η Ναταλία, όμως, χαμογελούσε και το χαμόγελό της ήταν παγωμένο.
Χειροκροτούσε και χτυπούσε με μανία τα χέρια της το ένα στ’ άλλο. Άργησα να καταλάβω γιατί, τώρα, όμως, ένωσα τα κομμάτια. Έβλεπα που οι φίλες της την έσπρωχναν με τον αγκώνα και απ’ το ύφος τους καταλάβαινα ότι της έλεγαν κάτι τύπου, “Έλα μην είσαι ξινή”. Όλοι τον διασκέδασαν αυτόν τον γάμο. Ή σχεδόν όλοι.
Πάντως τελικά η μαμά της Ναταλίας δε ρώτησε κάτι παραπάνω εκείνη τη μέρα.
Μου είπε πως το ‘χει καημό που η Ναταλία της δεν έκανε παιδί και μετά έφυγε γιατί έπρεπε να προλάβει μια τράπεζα, είπε. Στο παιδί της δηλαδή δεν πήγε και δεν έμαθα και ποτέ αν της είπε για την επίσκεψή της στο σπίτι μου. Πάντως είμαι σίγουρη, πως άλλος ήταν ο λόγος της επίσκεψής της, αλλά στην πορεία μάλλον το μετάνιωσε. Φταίω κι εγώ που δεν τις έδωσα τα περιθώρια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά από την ώρα που μπήκε στο σπίτι μου παρακαλούσα να φύγει. Τελικά κάτι ήξερα που δεν άσκησα το επάγγελμα της ψυχολόγου, δεν είμαι εγώ για τέτοια.
Ένα βράδυ ξύπνησα από μια μουσική φασαρία. Ένα τραγούδι κρητικό ακούγονταν στο τέρμα. Πήρα μολύβι και χαρτί…
Έλα και ξεπαπούτσωτη στην εδική μου αγκάλη,
να ανοίξω το ρασούλι μου να σε σφιχταγκαλιάσω
Την αναπνιά σου να γροικώ, τη μέση σου να πιάσω
Να ξεσκεπάσω από κορφής τα κατσαρά μαλλιά σου
Να σε βαστώ και να γροικώ τσι χτύπους της καρδιάς σου
Να λέω παναγία μου ποτέ μην ξαστεριάσει.
Ποιος βρίσκει τέτοιον θησαυρό και θέλει να τον χάσει…
Έσυρα σιγά σιγά την κουρτίνα. Την είδα να κατεβαίνει τη σκάλα. Εκείνος βγήκε από τ’ αμάξι και άνοιξε τα χέρια σα να ‘ταν να βάλει μέσα τον κόσμο ολάκαιρο. Εκείνη έτρεξε και κρεμάστηκε πάνω του. Δεν το περίμενα. Δεν είχα δει ποτέ αυτήν την πλευρά της. Έκλαψα. Δεν το ήθελα, μόνο του ήρθε και τώρα που το έφερα στο μυαλό μου πάλι δακρύζω. Τον πήρε μετά κι ανέβηκαν πάνω. Τους φαντάστηκα να κοιμούνται αγκαλιά. Η ζωή μου έγινε πιο όμορφη από τότε. Ο Στράτος έτυχε να ξαναγυρίσει μεθυσμένος πολλές φορές, η Ναταλία όμως δεν ξανακούστηκε.
Έφτασε το καλοκαίρι και τα παιδιά ένα πρωινό φόρτωσαν το αυτοκίνητο πράγματα κι έφυγαν. Μια μέρα είδα τη μαμά της Ναταλίας να παίρνει κι άλλα πράγματα απ’ το σπίτι. Διακοπές στο εξοχικό, είπε. Πέρασε ο καιρός, άνοιξαν και τα σχολεία και τα παιδιά δε γύρισαν. Ανησυχούσα, αλλά και με κανέναν δεν είχα σχέσεις στη γειτονιά για να ρωτήσω. Άσε που δε νομίζω να ‘ξερε και κανείς. Μια μέρα πήρα το θάρρος και ρώτησα τον ταχυδρόμο:
– Τα παιδιά που έμεναν στον δεύτερο όροφο μετακόμισαν, ξέρεις;
Δεν ήξερε να μου απαντήσει. Βρήκα αφορμή τις γιορτές των Χριστουγέννων, έψαξα το τηλέφωνο της μητέρας της Ναταλίας και πήρα. Άργησε να το σηκώσει.
– Γεια σας, είμαι η Αιμιλία η γειτόνισσα.
Άκου τώρα πώς αυτοπροσδιορίστηκα! Χάρηκε, ωστόσο, που με άκουσε, έτσι κατάλαβα.
– Πήρα να ευχηθώ για τις γιορτές.
– Χρόνια πολλά.
– Ξέρετε, ανησύχησα και λίγο. Όχι ότι μου πέφτει λόγος, απλώς είναι που άνοιξαν και τα σχολεία…
– Σταμάτησε η Ναταλία απ’ το σχολείο.
– Μα πώς…
– Βάλαμε θέρμανση στο εξοχικό και θα μείνουν και το χειμώνα εκεί τα παιδιά.
Δεν τόλμησα να ρωτήσω κάτι παραπάνω, γιατί ήδη το ‘χα παρακάνει. Και ποιά ήμουν εγώ που θα μου έδιναν εξηγήσεις. Σιωπή για λίγο.
– Προσπαθούν τα παιδιά, είπε και πήρε μια πνιχτή ανάσα προς τα μέσα. Προσπαθούν, ξανάπε και μου το έκλεισε.
Από εκείνη τη μέρα η ζωή μου σκοτείνιασε. Τα βράδια προσευχόμουν για τα παιδιά και τα πρωινά παρακαλούσα να δω τα πατζούρια τους ανοιχτά. Μια μέρα μετά από μήνες κοιτάζει προς το μπαλκόνι μου ο ταχυδρόμος και μου λέει: “Αυτοί τα μάζεψαν και ζουν στο εξοχικό”. Έφτασαν τα νέα, σκέφτηκα.
Τρία χρόνια πέρασαν και σήμερα ο ταχυδρόμος που είχε από τότε να αλλάξει κουβέντα μαζί μου, είπε σα να με ήξερε χρόνια:
– Τα ‘μαθες; Πέθανε αυτινής το παλικάρι.
Τον κοίταζα ατάραχη.
– Αυτινής, ξανάπε κι έδειξε με το κεφάλι του το σπίτι των παιδιών.
Σταμάτησα για δευτερόλεπτα την αναπνοή μου.
– Τι είναι αυτά που λες; Ποιος τα λέει αυτά;
– Πέθανε σου λέω, δεν ξέρω τί και πώς, πάντως είχε πιάσει δουλειά σε έναν γνωστό μου, οδηγός. Τον έδιωξε αυτός, μετά λέει, έμαθε πέθανε.
Τον κοίταζα με αμφιβολία.
– Στράτο δεν τον έλεγαν;
Κούνησα το κεφάλι.
– Ε, τον ίδιο λέμε. Αυτό το ποτό έχει καταστρέψει κόσμο και κοσμάκη.
Μπουκιά δεν κατέβηκε εκείνη τη μέρα, ούτε την επόμενη. Έψαξα πάλι το τηλέφωνο της μητέρας της Ναταλίας. Άλλη θα το θεωρούσε σωστό να πάρει να συλλυπηθεί, εγώ ντρεπόμουν. Αλλά πιο πολύ φοβόμουν. Φοβόμουν ότι θα επιβεβαιωθούν τα λόγια αυτού του κρετίνου του ταχυδρόμου. Πληκτρολόγησα τον αριθμό. Άργησε να το σηκώσει και το άφηνα να χτυπάει. Κόλλησα το αυτί στο ακουστικό κι ούτε που άκουγα τον χτύπο του τηλεφώνου, μόνο όταν άκουσα τη φωνή της ξύπνησα. Της εξήγησα ποιά είμαι και δεν έδειχνε να καταλαβαίνει.
– Καλησπέρα, δεν ξέρω αν έκανα καλά που πήρα, δεν έχει μέρες που το έμαθα κι έπειτα σκέφτηκα ότι μπορεί και να μην είναι αλήθεια.
– Αλήθεια είναι.
Μου έδωσε την εντύπωση ότι ούτε ήξερε ποιά είμαι, ούτε ήθελε να μάθει.
Το θράσος μου όμως δεν είχε όρια.
– Η Ναταλία, πώς είναι η Ναταλία; Ξεχνιέται στο σχολείο, όπως έκανε πάντα; είπα και την ίδια στιγμή, το μετάνιωσα.
– Δεν πάει στη δουλειά η Ναταλία, απάντησε στον ίδιο άχρωμο τόνο.
– Δεν είναι καλά, ε; Συγγνώμη που ρωτάω, ειλικρινά τη νοιάζομαι.
– Έμπλεξε το παιδί μου, Αιμιλία.
Γούρλωσα τα μάτια και τα κάρφωσα στο κενό, φοβόμουν ν’ ακούσω τη συνέχεια σα να μιλούσε για το δικό μου παιδί.
– Έμπλεξε μ’ αυτόν τον διάολο, ξανάπε και μου το ‘κλεισε.
Τουαντζόγλου Αναστασία